Ο ναός του Απόλλωνα, είναι αρχαϊκός ναός στην Αρχαία Κόρινθο χτισμένος με μονολιθικούς δωρικούς κίονες. Ο ναός είχε αρχικά 6 κίονες στις στενές και 15 στις μακριές πλευρές, από τους οποίους σήμερα σώζονται μόνο 7 όρθιοι σε περίοπτη θέση πάνω από τα ερείπια της αρχαίας αγοράς. Ο ναός χτίστηκε το 530 π.Χ. περίπου. Το μεγάλο μήκος του ναού συγκριτικά προς το πλάτος του, οι μεγάλοι μονολιθικοί κίονες και τα κιονόκρανα με τον κοντό και πλατύ εχίνο παραπέμπουν στην αρχαϊκή περίοδο. Για να στηριχθεί η οροφή υπήρχαν και εσωτερικοί κίονες κατά μήκος του αρκετά μεγάλου σε μέγεθος σηκού, που ήταν χωρισμένος σε δύο δωμάτια και επίσης σε πρόναο και οπισθόδομο που είχαν στην πρόσοψή τους ανά δύο κίονες ανάμεσα σε παραστάδες. Ο ναός αποτελεί σήμα κατατεθέν της Κορίνθου. Εκατό περίπου χρόνια αργότερα, το 44 π.Χ., ο ισόβιος δικτάτορας (dictator in perpetuum) της Ρώμης Ιούλιος Καίσαρας αποφασίζει την επανίδρυση της Κορίνθου ως ρωμαϊκής αποικίας, αναγνωρίζοντας την ιδιαίτερη γεωγραφική σημασία της στην ευρύτερη στρατηγική του για την ανατολική Μεσόγειο. Ο βίαιος θάνατός του την ίδια χρονιά δεν ματαίωσε το μεγαλόπνοο σχέδιό του, καθώς το συνέχισε ο διάδοχός του Οκταβιανός, ο μετέπειτα Αύγουστος. Η νέα πόλη ονομάστηκε Colonia Laus Iulia Corinthiensis ή Clara Laus Iulia Corinthus ή Iulia Corinthus Augusta, ως αποικία της Ιουλίας οικογένειας του Καίσαρα και του Αυγούστου (Gens Iulia), και ορίστηκε το 27 π.Χ. πρωτεύουσα της ρωμαϊκής Επαρχίας της Αχαΐας (Provincia Achaiae), που περιλάμβανε μεγάλο μέρος της ηπειρωτικής Ελλάδας, την Πελοπόννησο και αρκετά νησιά. Λόγω της ερήμωσής της μετά τη μάχη της Λευκόπετρας, η πόλη εποικίστηκε αρχικά με απελεύθερους Ρωμαίους και βετεράνους στρατιώτες, που σύντομα πλαισιώθηκαν από Έλληνες, οι οποίοι εκμεταλλεύτηκαν την ιδιαίτερα εύφορη γη που δημεύτηκε από τη Ρώμη (ager publicus) και παραχωρήθηκε σε νέους ακτήμονες. Στόχος της Ρώμης ήταν αφενός η δημιουργία μιας σταθερής ρωμαϊκής βάσης στην ταραχώδη Ανατολή και αφετέρου η ταχύτερη διέλευση του ρωμαϊκού στόλου μέσω του Διόλκου, της μοναδικής χερσαίας, λιθόστρωτης οδού για πλοία που διέσχιζε τον Ισθμό, όπως μαρτυρεί μία λατινική επιγραφή του 102 π.Χ. που καταγράφει τη διέλευση του στόλου για την αντιμετώπιση των πειρατών καθοδόν προς τη Σίδη της μικρασιατικής Παμφυλίας, υπό τον ρήτορα Antonius Marcus, παππού του Μάρκου Αντωνίου, συντρόφου της βασίλισσας Κλεοπάτρας και θανάσιμου αντιπάλου του Οκταβιανού στον πόλεμο για τη διαδοχή του Ιουλίου Καίσαρα. Πολύ σύντομα ο πληθυσμός της πόλης αυξήθηκε σημαντικά, καθώς αναπτύχθηκαν εκ νέου η γεωργία, η κτηνοτροφία και το εμπόριο, με αντίστοιχες εξαγωγές μαλλιού, βαμμένων μάλλινων υφασμάτων, ελαιολάδου και μελιού, αλλά και ξυλείας και μεταλλικών αντικειμένων. Από την άλλη, οι ανάγκες και οι συνήθειες των Ρωμαίων κατοίκων της νέας πόλης, καθώς και ο διεθνής ρόλος της, οδήγησαν σε εισαγωγές αγαθών από άλλες περιοχές της Αυτοκρατορίας, όπως κρασιού και οικοδομικών υλικών (μαρμάρου, γρανίτη), που ήταν απαραίτητα για τις νέες, πολυτελείς κατασκευές. Σύμφωνα με τους ερευνητές, η πόλη επανασχεδιάστηκε με σύστημα ιπποδάμειο, δηλαδή με κάθετους και οριζόντιους οδικούς άξονες (cardines και decumani) που οριοθετούσαν πολεοδομικές νησίδες (insulae). Γύρω από την Αγορά της ανεγέρθηκαν περικαλλή δημόσια οικοδομήματα και ιδιωτικά μνημεία εύπορων Ρωμαίων και Ελλήνων, που θέλησαν να δηλώσουν εμφατικά την παρουσία τους στην πρωτεύουσα της Επαρχίας. Μαρτυρίες για την κατασκευή των κτισμάτων απαντώνται σε πολλές επιγραφές, ενώ απεικονίσεις τους υπάρχουν κυρίως σε μεταγενέστερα τοπικά νομίσματα. Οι φράσεις του Οράτιου «non cuivis homini contingit adire Corinthum / non licet omnibus adire Corinthum» (Επιστολές 1.17.36) και του Στράβωνος «ου παντός ανδρός ες Κόρινθον εσθ’ ο πλους» (Γεωγραφικά 8.6.20) αντανακλούν την ευημερία της πόλης και το υψηλό κόστος που απαιτούσε η διαμονή εκεί. Περί τα μέσα του 1ου αιώνα μ.Χ., όταν την επισκέφθηκε ο Απόστολος Παύλος, η Κόρινθος ήταν πλέον μια σημαντική ρωμαϊκή πόλη της Αυτοκρατορίας, διοικούμενη από δύο τοπικούς άρχοντες, τους duoviri, στα πρότυπα των υπάτων (consules) της Ρώμης, μία μικρογραφία της πρωτεύουσας που αποτελούσε σημείο αναφοράς στη σκέψη και το ταξίδι των Ρωμαίων προς την Ανατολή. Παρά τις καταστροφές που υπέστη από την επιδρομή των Ερούλων (267 μ.Χ) και το καταστροφικό χτύπημα του εγκέλαδου περί το 375 μ.Χ., η πόλη παραμένει κραταιά και στην συνέχεια ορίζεται ως πρωτεύουσα του Ελλαδικού Θέματος της Ανατολικής Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Το 1204 κατελήφθη από τους Φράγκους, μετά την πτώση της Κωνσταντινούπολης από τους Οθωμανούς, ενώ γνώρισε και μία μικρή περίοδο Ενετοκρατίας, την οποία διαδέχθηκε και πάλι η οθωμανική κατοχή ως την απελευθέρωση και την ίδρυση Ελληνικού Κράτους το 1830. Περιορισμένη σε έκταση και αποτελέσματα έρευνα έγινε κατά τα έτη 1892 και 1906 από τον Α. Σκιά με δαπάνες της Αρχαιολογικής Εταιρείας.Συστηματικές ανασκαφές στην περιοχή που συνεχίζονται έως σήμερα, άρχισαν το 1896 από την Αμερικανική Σχολή Κλασικών Σπουδών.